θερείποτος

θερείποτος
θερείποτος, -ον (Α)
αυτός που ποτίζεται, που βρέχεται κατά το καλοκαίρι («θερείποτοι γύαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -ποτος < πίνω, πρβλ. νεό-ποτος, ολιγό-ποτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θερειπότους — θερείποτος watered in summer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”